- τηλαισθησία
- ηη ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς γεγονότα ή αντικείμενα χωρίς τη βοήθεια των αισθητήριων οργάνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλαισθησία — η, Ν (στην παραψυχολογία) η ικανότητα «παρ αίσθησιν» αντίληψης ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος ή μιας διανοητικής κατάστασης ενός τρίτου ατόμου χωρίς διέγερση τών μέχρι σήμερα γνωστών αισθήσεων, αλλ. εξωαισθητήρια αντίληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια… … Dictionary of Greek
μεταγνωμία — η η ικανότητα ορισμένων ατόμων, όταν βρίσκονται σε υπερδιέγερση ή σε κατάσταση υπνωτισμού ή και σε φαινομενικώς ομαλή κατάσταση, να αντιλαμβάνονται, όπως ισχυρίζονται, τα ενδόμυχα διανοήματα τών άλλων ή να διακρίνουν πράγματα που δεν είναι αμέσως … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλεσθησία — η, Ν (εσφ. τ.) βλ. τηλαισθησία … Dictionary of Greek